παξαμᾶς

παξαμᾶς
παξαμᾶς
Grammatical information: m.
Meaning: `biscuite'
Derivatives: παξαμίτης (Redard Nome en -της 90), παξαμίδιον (Gal.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Would have come from the name of a baker, Πάξαμος (Gal., Suid.)

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παξαμάς — ὁ, ΜΑ διπυρίτης άρτος, ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα τού Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής τού 1ου μ.Χ. αιώνα] …   Dictionary of Greek

  • παξαμάδιον — και παξαμάτιον, τὸ, ΜΑ [παξαμάς] (υποκορ. τού παξαμᾱς) μικρό παξιμάδι …   Dictionary of Greek

  • παξαμίς — ίδος, ἡ, Α παξαμάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • παξαμάτης — ὁ, Μ [παξαμάς] παξιμάδι …   Dictionary of Greek

  • παξαμίτης — ὁ, Μ (ενν. άρτος) παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίτης] …   Dictionary of Greek

  • παξιμάδι — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί στον νότιο Ευβοϊκό, στα αριστερά εκείνου που πλέει προς την Κάρυστο. 2. Νησί στο Κρητικό πέλαγος, στα Α της Δίας και 9 μίλια ΒΑ του Ηρακλείου. 3. Νησί στο νότιο Αιγαίο, κοντά στη Μήλο. Στα ρηχά νερά που το… …   Dictionary of Greek

  • Πάξαμος — Αρχαίος Ελληνας γραμματικός και λόγιος. Έγραψε τα έργα: Οψαρτυτικά, Βοιωτικά, Δωδεκάτεχνον περί αισχρών σχημάτων και Γεωργικά. To πότε έζησε δεν είναι εξακριβωμένο, πάντως ήταν σύγχρονος του Αθηναίου. Ο Π. θεωρείται εξάλλου και εφευρέτης του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”